Σαν σήμερα: Μία γενναία Παναθηναϊκή πράξη που δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ. Ο Ar1sto3lis μας ταξιδεύει 68 χρόνια πίσω. Εκείνη την Κυριακή που στη Λεωφόρο γράφτηκε Ιστορία, χωρίς να έχει ποδόσφαιρο...
Αθήνα, ξημερώματα Κυριακής 8 Οκτωβρίου 1944...
Έξω το σκοτάδι ήταν ακόμα βαθύ. Το δυνατό κλείσιμο μιας σιδερένιας πόρτας τάραζε την ησυχία της πρωτεύουσας, η οποία, από τις 27 Απριλίου 1941, βρισκόταν ήδη υπό γερμανική κατοχή. Φρεσκοξυρισμένος όπως πάντα, με το λευκό μαντίλι στο πέτο και με το κλασικό λευκό «καβουράκι» στο κεφάλι του, ο Αντώνης Βρεττός άφηνε το ένα σπίτι του κι έπαιρνε το δρόμο για το άλλο του σπίτι, το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ως διευθυντής του ιστορικού γηπέδου εδώ κι αρκετά χρόνια, κι έχοντας ζήσει σχεδόν τη μισή του ζωή εκεί, ο Βρεττός ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά κάθε φορά που αντίκρυζε, αντί για αθλητές με πράσινες φανέλες και τριφύλλια, στρατιώτες με μελανέρυθρες σβάστικες και πολυβόλα MP-40, τα αγαπημένα όπλα της Βέρμαχτ.
Όφειλε όμως να δίνει πάντα το «παρών». Γνωρίζοντας κάθε χιλιοστό του γηπέδου του Παναθηναϊκού καλύτερα από κάθε άλλον, είχε διαμορφώσει, παρέα με μέλη της διοικούσας επιτροπής του Τριφυλλιού και απλούς φίλους της ομάδας, ένα κρυφό και απρόσιτο δωμάτιο σε χώρο αντίστασης και ανάτασης εθνικού φρονήματος! Εκεί, οι ηρωϊκοί και παράτολμοι Παναθηναϊκοί είχαν τη δυνατότητα να ακούν από ένα λαθραίο ραδιοφωνάκι τα νέα του BBC, περιμένοντας καρτερικά την πολυπόθητη απελευθέρωση.
Η πόλη ήταν ακόμη έρημη και οι μόνοι που κυκλοφορούσαν έξω ήταν οι Γερμανοί στρατιώτες. Στο δρόμο για το γήπεδο, ο Βρεττός συνάντησε έναν από αυτούς και σταμάτησε το βιαστικό του βήμα. Οι δύο άνδρες ήταν σε απόσταση αναπνοής και ο Βρεττός τον κοίταζε επίμονα μες στα μάτια. Τη στιγμή εκείνη πέρασαν σε κινηματογραφική ταχύτητα από το μυαλό του όλες αυτές οι κτηνώδεις πράξεις των Γερμανών και των Ιταλών στην πρωτεύουσα αλλά και στο γήπεδο του Τριφυλλιού, όπου τα πάντα σχεδόν είχαν γίνει βορά στις ορέξεις των κατακτητών.
Η τροπαιοθήκη του συλλόγου, με τα εκατοντάδες κύπελλα που ο Παναθηναϊκός είχε κατακτήσει στο στίβο, στο ποδόσφαιρο, στο χόκεϋ, στις αθλοπαιδιές και στα υπόλοιπα αθλήματα, είχε λεηλατηθεί. Κύπελλα που κατακτήθηκαν με ιδρώτα και ενίοτε με αίμα, χρησιμοποιούνταν από τους αδίστακτους Ιταλούς και τους αιμοσταγείς Γερμανούς ως τρόπαια νίκης σε εσωτερικούς φιλικούς τους αγώνες. Οι καταστροφές ήταν γενικευμένες σε όλους τους χώρους του γηπέδου και με βάση τους υπολογισμούς που έκαναν οι διοικούντες τον Όμιλο, το κόστος τους ξεπερνούσε τα 2.000.000 δραχμές, ποσό δυσβάσταχτο για τα δεδομένα της εποχής. Το γήπεδο είχε επιταχθεί εξ' ολοκλήρου από τους κατακτητές. Σχεδόν όλοι οι υαλοπίνακες ήταν σπασμένοι, γραφεία και έπιπλα είχαν κλαπεί για τις ανάγκες των βαρβάρων ενώ ακόμα και η μεγάλη στεγασμένη εξέδρα επί της οδού Τσόχα, το καμάρι του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου και ένα έργο που προκάλεσε το γενικό θαυμασμό σύσσωμης της αθλητικής Ελλάδας, καθώς ήταν η πρώτη παρόμοια εξέδρα που χτίστηκε ποτέ και μπορούσε να φιλοξενήσει 3.000 θεατές, ήταν κατεστραμμένη ολοσχερώς. Αυτό πονούσε πολύ τον Βρεττό, ο οποίος, το 1932 που εγκαινιάστηκε η εξέδρα, ήταν ήδη διευθυντής του γηπέδου. Το έργο αυτό καθιέρωσε για τα επόμενα χρόνια το γήπεδο της Λεωφόρου ως τόπο τέλεσης των αγώνων της Εθνικής Ελλάδας και άλλων μεγάλων διεθνών συναντήσεων.
Ο Παναθηναϊκός του, είχε πρωτοπορήσει για ακόμη μία φορά, και η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, σε ένδειξη θαυμασμού εντοίχισε τότε στην εξέδρα μία μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα, στην οποία χαράκτηκαν τα ακόλουθα:
«Οι εκπρόσωποι των εν Γενική Συνελεύσει Ποδοσφαιρικών Σωματείων της Ελλάδος εντοιχίζουν την πλάκαν ταύτην εις ένδειξιν θαυμασμού προς το έργον του ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ, κοσμήσαντος την πόλιν των Αθηνών με το λαμπρόν τούτο εντευκτήριον της ασκούμενης ελληνικής νεολαίας. 1 Οκτωβρίου 1932»
Το ιστορικό αυτό κειμήλιο είχε πέσει θύμα στις ορέξεις κάποιου Γερμανού στρατιώτη, ο οποίος, χωρίς καμία ένδειξη σεβασμού, το έκανε κομμάτια. Ένα από τα κομμάτια αυτά πρόλαβαν και κράτησαν οι άνθρωποι του Παναθηναϊκού, ώστε να τους θυμίζει εκείνη την περήφανη για το Τριφύλλι ημέρα του 1932.
Ο Βρεττός συνέχιζε να κοιτάζει τον Γερμανό σκοπό, ενθυμούμενος τα εκατοντάδες σκελετωμένα άψυχα κορμιά που κείτονταν ακόμα και εκείνες τις ημέρες στους δρόμους της Αθήνας. Ο σκοπός, κραδαίνοντας το όπλο του, τον ρώτησε θυμωμένος τι ακριβώς θέλει. O Βρεττός δεν αποκρίθηκε και συνέχιζε να τον κοιτάζει. Ο σκοπός τον σημάδεψε με το πολυβόλο, ζητώντας του να φύγει. Οι Γερμανοί γενικά δεν αστειεύονταν, παρά το γεγονός πως τα δεδομένα έδειχναν πως το τέλος της κυριαρχίας τους πλησίαζε. Όσην ώρα κοίταζε ο Βρεττός τον στρατιώτη, ήδη είχαν ακουστεί δύο πυροβολισμοί, που προέρχονταν από τις φυλακές Αβέρωφ, απέναντι από το γήπεδο, εκεί που σήμερα υψώνεται ο Άρειος Πάγος. Οι Γερμανοί, ακόμα και τις ύστατες στιγμές εκτελούσαν Έλληνες πατριώτες.
Πριν αποχωρήσει, ο Βρεττός σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρυσε τις σημαίες με τις σβάστικες, που υψώνονταν ακόμα σε όλα τα κτίρια της πρωτεύουσας, ακόμα και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Σκέφτηκε πως το κόκκινο και το μαύρο δεν ταιριάζουν με τον αττικό καταγάλανο ουρανό.
Οι γαλανόλευκες σημαίες, από τον Απρίλη του 1941, ήταν εξαφανισμένες από την Αθήνα. Η καρδιά του Βρεττού, όπως και όλων των Αθηναίων υπέφερε στη θέα αυτή.
«Δεν πάει άλλο. Σήμερα θα το κάνω», σκέφτηκε και άφησε πίσω του τον Γερμανό, συνεχίζοντας το γοργό του βήμα.
Η ώρα ήταν ήδη 1 μία μετά τα μεσάνυχτα και ο Αντώνης Βρεττός άνοιγε την πόρτα του «κρυφού σχολειού», όπως συνήθιζαν να ονομάζουν το δωμάτιο που μαζεύονταν τα μέλη και οι αθλητές του Παναθηναϊκού που, μαζί με τους νέους του Εμπειρίκειου Ορφανοτροφείου, το οποίο στεγαζόταν σε αίθουσες του γηπέδου, συγκεντρώνονταν για να ακούσουν τα νέα του BBC. Ο Βρεττός, κάθε νύχτα, ετοίμαζε κρυφά μία εφημερίδα με τίτλο «Η Φωνή του ΠΑΟ», η οποία δημοσίευε όλες τις ειδήσεις που μετέδιδε το βρετανικό ραδιοφωνικό δίκτυο, και την οποία κυκλοφορούσε εμπιστευτικά, κάθε πρωί. Οργάνωνε επίσης, συγκεντρώσεις μεταξύ αθλητών με αντιστασιακούς σκοπούς, με την πρόφαση πως επρόκειτο για προπονήσεις...
Ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος, μέσω της γενναίας πράξης του Βρεττού, μπορεί να υπερηφανεύεται για μία κοινωνική πρωτοπορία, και έναν «εθνικό τίτλο», ο οποίος ίσως αξίζει περισσότερο από όλους τους αγωνιστικούς τίτλους στην υπεραιωνόβια ιστορία του
Σε λίγη ώρα η αίθουσα είχε ήδη γεμίσει ασφυκτικά και όλοι ήταν μαζεμένοι γύρω από το ραδιοφωνάκι. Ο Βρεττός, που γνώριζε καλά τα αγγλικά, εκτελούσε χρέη μεταφραστή των ειδήσεων. Τα πρώτα νέα ήταν ήδη εξαιρετικά. Οι συμμαχικές δυνάμεις ήδη προχωρούσαν ακάθεκτες στην Ευρώπη και η Νίκη ήταν πλέον κοντά.
Μέχρι που μία αναγγελία έγινε η αιτία να σειστεί συθέμελα η αίθουσα από τα πανηγύρια και τις ζητωκραυγές των παρευρισκομένων.
Ήδη από το προηγούμενο απόγευμα της 7ης Οκτωβρίου 1944, οι πρώτες Αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις αποβιβάζονταν στην Πελοπόννησο. Με τη μετάδοση της είδησης αυτής, ο Βρεττός, ξέσπασε σε αναφιλητά και η φωνή του «έσπασε» από συγκίνηση. Οι φίλοι του κατάλαβαν πως μάλλον για καλό πρόκειται.
- «Τί είναι ρε Αντώνη; Πες μας! Τί έγινε! Θα μας σκάσεις!»
Τα δάκρυα ήδη κυλούσαν ποτάμι στο πρόσωπο του Βρεττού. Με τρεμάμενη φωνή σηκώθηκε από την καρέκλα του και βροντοφώναξε, χωρίς καθόλου να τον νοιάζει εάν θα τον ακούσει κάποιος Γερμανός φρουρός από αυτούς που έκοβαν βόλτες γύρω από το γήπεδο.
- «Οι Σύμμαχοι μπήκαν στην Πελοπόννησο! Η Αθήνα σε λίγες ημέρες θα είναι ελεύθερη! Το ακούτε; Το είπε το Μπι-Μπι-Σι! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!»
Η Λεωφόρος είχε να ζήσει τόσο έντονους πανηγυρισμούς από το 8-2 του 1930! Όχι, τώρα δεν είχε πετύχει γκολ ο Μεσσάρης. Το γκολ αυτό όμως ήταν πολύ πιο σημαντικό. Ήταν το γκολ της απελευθέρωσης! Η αίθουσα ήταν πολύ μικρή αλλά ο ενθουσιασμός τεράστιος. Όλοι αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν και, με δάκρυα στα μάτια, τραγουδούσαν και φώναζαν εθνικά συνθήματα.
Μετά από αρκετή ώρα, που τα πανηγύρια είχαν αρχίσει να κοπάζουν και άρχιζε να ξεπροβάλλει δειλά-δειλά ο ήλιος, η παρέα συνειδητοποίησε πως κάποιος έλειπε από το δωμάτιο.
- «Πού πήγε ο Αντώνης ρε παιδιά;»
Κι ενώ όλοι έψαχναν τον Βρεττό, εκείνος ξεπρόβαλλε στην πόρτα του δωματίου, χωρίς δάκρυα πλέον, αλλά με ένα πελώριο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπο του, ανακοινώνοντας τους το εξής:
«Ελάτε όλοι έξω. Μη φοβάστε! Θέλω να δείτε κάτι!»
Ο Αντώνης Βρεττός ήταν ένας γενναίος και τολμηρός άνθρωπος. Η δράση του στην περίοδο της Κατοχής ήταν σπουδαία. Υπήρξε μέλος της ομάδας που το 1942 οργάνωσε την απαγωγή του καταδικασμένου σε θάνατο για λόγους κατασκοπείας και σαμποτάζ σε βάρος των Γερμανών, ιστορικού παράγοντα του Τριφυλλιού Μιχάλη Παπάζογλου, χαρίζοντάς του ουσιαστικά τη ζωή.
Η ομάδα αυτή ήταν στην ουσία η τότε διοικούσα επιτροπή του Παναθηναϊκού, με πρόεδρο τον Ευάγγελο Σταμάτη και μέλη, μεταξύ άλλων, τους Γιάννη Κωστόπουλο, Φραγκίσκο Πλυτά, Κωνσταντίνο Λεκατσά, Κώστα Μπαλτάση, Νίκο Γκούμα.
Ο Βρεττός αγνοούσε την έννοια του φόβου. Γνώριζε καλά πως όποιος δε φοβάται πεθαίνει μόνο μία φορά, ενώ αυτός που φοβάται πεθαίνει κάθε μέρα.
Κρατώντας μία κιμωλία και μία σημαία, ο Αντώνης Βρεττός, εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό του Οκτώβρη στη Λεωφόρο, έγραψε Ιστορία
Κι έτσι τόλμησε. Και νίκησε. Κρατώντας μία κιμωλία και μία σημαία, εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό του Οκτώβρη στη Λεωφόρο, έγραψε Ιστορία.
Οι φίλοι του, γεμάτοι λαχτάρα έσπευσαν να δουν τι ήταν αυτό που ήθελε να τους δείξει ο ηρωϊκός διευθυντής της Λεωφόρου. Σε έναν μαυροπίνακα, έξω από την εξέδρα που βρισκόταν στην πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ο Βρεττός είχε γράψει με κιμωλία το εξής:
«Την προσεχή Κυριακή μέγας ποδοσφαιρικός αγών Παναθηναϊκού - Αγγλικής Αεροπορίας. Ζήτω η Ελευθερία!»
Κατάπληκτοι οι διαβάτες διάβαζαν τη συγκεκριμένη αναγγελία, και τα στήθια τους φούσκωναν από εθνική υπερηφάνια, παρά το γεγονός πως οι Γερμανοί φρουροί βρίσκονταν ακόμα σε απόσταση αναπνοής!
Ο Βρεττός όμως προχώρησε ακόμα περισσότερο, υψώνοντας στις 7 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1944, την ελληνική σημαία στο ψηλότερο σημείο του γηπέδου του Παναθηναϊκού.
Η γαλανόλευκη στόλιζε ξανά τον αττικό ουρανό, για πρώτη φορά, μετά από 3,5 χρόνια. Ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος, μέσω της γενναίας πράξης του Βρεττού, μπορεί να υπερηφανεύεται για μία κοινωνική πρωτοπορία, και έναν «εθνικό τίτλο», ο οποίος ίσως αξίζει περισσότερο από όλους τους αγωνιστικούς τίτλους που έχει κατακτήσει ο αθηναϊκός σύλλογος στην υπεραιωνόβια ιστορία του.
Η πρώτη ελληνική σημαία που υψώθηκε στην Αθήνα στην περίοδο της Κατοχής, τέσσερεις ημέρες πριν οι κατακτητές αποχωρήσουν οριστικά από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου, ήταν αυτή η οποία υψώθηκε στο γήπεδο που σήμερα κάποιοι θέλουν να γκρεμίσουν για χάρη ενός εμπορικού κέντρου...
Ο Αντώνης Βρεττός θα κοινοποιήσει αμέσως την κίνηση του αυτή, στον αμφιλεγόμενο διορισμένο από τους Γερμανούς δήμαρχο Αθηναίων Άγγελο Γεωργάτο (1907-1969) με μία επιστολή που θα αφήσει εποχή και η οποία ανέφερε τα εξής:
«Κύριε Δήμαρχε, λαμβάνω την τιμή να σας γνωστοποιήσω ότι υπό την ιδιότητα μου ως διευθυντού του Γυμναστηρίου του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου ύψωσα εν αυτώ σήμερον την 8 Οκτωβρίου 1944 και ώραν 7ην π.μ. την Ελληνικήν Σημαίαν. Με βαθύτατην συγκίνησιν, Αξιότιμα Δήμαρχε σας αναφέρω τα ανωτέρω, με συγκίνησιν την οποίαν επαυξάνει το γεγονός ότι δια πρώτην φοράν υψούται η Ελληνική Σημαία εις την περιοχής της κυρίως πρωτευούσης»...
Η Λεωφόρος μας σήμερα κινδυνεύει από άλλους κατακτητές... Κατακτητές, οι οποίοι την απειλούν με κάτι χειρότερο από αυτά που της προξένησαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί την περίοδο 1941-1944. Την απειλούν με οριστική κατεδάφιση. Κι όλο αυτό για να ικανοποιηθούν τα εμπορικά συμφέροντα κάποιων επιχειρηματιών, οι οποίοι δεν ένιωσαν και δε θα νιώσουν ποτέ τι σημαίνει αυτό το 90χρονο γήπεδο, για τον ελληνικό αθλητισμό αλλά και για την ελληνική κοινωνία γενικότερα. Αυτό το γήπεδο, στο οποίο γράφτηκαν χρυσές αλλά και μαύρες σελίδες της Ιστορίας μας και που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «Παρθενώνας» για το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Σήμερα η Λεωφόρος μας, γνήσιο τέκνο των Αμπελοκήπων και καμάρι όλης της πρωτεύουσας, στέκει ακόμα περήφανη και εκφραστική στους πρόποδες του Λυκαβηττού, λαβωμένη και ρυτιδιασμένη από το χρόνο, αλλά όχι ηττημένη.
Σε αυτόν το χώρο, κατοικούν «πράσινες» ψυχές όπως ο Απόστολος Νικολαϊδης, ο Αντώνης Μαντζεβελάκης, ο Λουκάς Πανουργιάς, ο Μιχάλης Παπάζογλου, ο Μήτσος Μπακούρος, ο Θανάσης Νίκαινας, ο Μπλούης Διακάκης, ο παππούς Ανδρέας Βγενόπουλος, ο Άγγελος Μεσσάρης, ο Μήτσος Μπαλτάσης, ο Αντώνης Μηγιάκης, ο Λύσανδρος Δικαιόπουλος, ο Σπύρος Υποφάντης αλλά και ο Αντώνης Βρεττός, ο οποίος κάθε χρόνο, την ίδια πάντα ημέρα και ώρα, όταν το γήπεδο είναι έρημο και κανένας δεν είναι εκεί για να τον δει, κάνει την καθιερωμένη έπαρση σημαίας, όπως τότε...
Κι εμείς, τα «παιδιά της Λεωφόρου», δε θα αφήσουμε κανέναν να της κάνει κακό. Και η απάντηση μας, σε όποιον τολμήσει να την πειράξει θα είναι η εξής:
«'Ετσι...αγαπάει η Λεωφόρος»...
Αr1stot3lis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου